-
1 ἀπάτη
ἀπάτη, ἡ, 1) Betrug, Täuschung, von Hom. an bei allen Schriftstellern; Iliad. 4, 168. 15, 31; κακὴν ἀπάτην 2, 114. 9, 21; ἀπατάων μύϑων τε κλοπίων Od. 13, 294; Pind. P. 2, 74; σκόλιαι frg. 232; Plat. ψεῦδος καὶ ἀπάτη Rep. V, 459 c u. öfter; das Verfehlen, λεχέων Soph. Ant. 624; auch List, mit der man sich nützt, ohne eigtl. Tadel; vgl. Aesch. Pers. 93; dah. bei Sp. Zeitvertreib, Ergötzlichkeit, bes. Sinnenlust, τῶν ϑεωμένων Pol. 2, 56; von der Musik, οὐκ ἐπὶ ἀπάτῃ καὶ γοητείᾳ εἰσῆχϑαι 4, 20. – 2) eine Pflanze, Theophr.
-
2 ψεῦδος
ψεῦδος, τό (verwandt mit ψύϑος, ψιϑυρός, Ohrenbläserei), Lüge, Unwahrheit, Täuschung, Betrug; Hom. u. Hes. oft; ψεῦδός κεν φαῖμεν Il. 2, 81; εἴτε ψεῠδος ὑπόσχεσις, ἠὲ καὶ οὐκί 349; ψεῦδος δ' οὐκ ἐρέει Od. 3, 20, u. öfter; ψεύδεά τ' ἀρτύναντες 11, 366; ψεύδεα βουλεύσας 14, 296; ψεύδει τέγγειν λόγον Pind. Ol. 4, 19; αἰόλον N. 8, 25; ποικίλα Ol. 1, 29, u. öfter; ψεῦδος λέγειν Soph. El. 1211, u. öfter; τὰ μάντεων ψευδῶν πλέα Eur. Hel. 751; πόλλ' ἂν γένοιτο καὶ διὰ ψευδῶν ἔπη 316; τὸ δὲ ὅλον ψεῦδός ἐστι Plat. Gorg. 519 b; ἐπὶ τὸ ψεῦδος τρεπόμενοι Theaet. 173 a; oft mit ἀπάτη verbunden, z. B. Legg. XI, 916 e. – Als adj., = ψευδής, ist es zweifelhaft; ψεύδεα μαντήϊα Her. 2, 174 im Ggstz von ἀψευδέα ist in ψευδέα zu ändern; u. bei Plat. kann es substantivisch gefaßt werden, im Ggstz von ἀληϑές, Gorg. 505 e Phil. 37 b u. öfter; auch Crat. 385 c ist ὄνομα ψεῦδος καὶ ἀληϑὲς λέγειν die Lesart der mss.
См. также в других словарях:
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
φενάκη — η, ΝΜΑ πρόσθετη τεχνητή κόμη, περούκα νεοελλ. μτφ. ψεύδος, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος (πρβλ. και το συνώνυμο πηνήκη*)] … Dictionary of Greek
ψευτιά — η, Ν [ψεύτης] 1. ψεύδος, ψέμα 2. απάτη, δόλος 3. παροιμ. «με τις ψευτιές κουκούλια δεν βάφουν» χωρίς ικανότητες και χωρίς οικονομικά μέσα, η επιτυχία μιας επιχείρησης ή ενός εγχειρήματος είναι ανέφικτη … Dictionary of Greek