Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψεῦδος καὶ ἀπάτη

См. также в других словарях:

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • φενάκη — η, ΝΜΑ πρόσθετη τεχνητή κόμη, περούκα νεοελλ. μτφ. ψεύδος, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος (πρβλ. και το συνώνυμο πηνήκη*)] …   Dictionary of Greek

  • ψευτιά — η, Ν [ψεύτης] 1. ψεύδος, ψέμα 2. απάτη, δόλος 3. παροιμ. «με τις ψευτιές κουκούλια δεν βάφουν» χωρίς ικανότητες και χωρίς οικονομικά μέσα, η επιτυχία μιας επιχείρησης ή ενός εγχειρήματος είναι ανέφικτη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»